αμυγδαλοτόμος

αμυγδαλοτόμος
ο Ιατρ.
χειρουργικό εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. amygdalotome < amygdal- (< νεολατιν. amygdala, πρβλ. αμυγδαλή) + -tome (< -τόμος < τέμνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”